Ζούμε και μαθαίνουμε
Η λέξη "μάθηση" μας φέρνει στο μυαλό εικόνες ευσυνείδητων σπουδαστών που σκύβουν πάνω στα βιβλία τους, κάτω από τ άγρυπνο μάτι του δασκάλου, σε μια αποφασιστική αναζήτηση της γνώσης. Είναι μάλλον απίθανο να σκεφτούμε ένα αγέννητο ακόμα μωρό ή ένα γερο, σε μια κουνιστή πολυθρόνα, στη δύση της ζωής του. Για τον ψυχολόγο όμως, η μάθηση είναι μια διαδικασία που κρατάει ολόκληρη ζωή. Από τη στιγμή που ο ανθρώπινος οργανισμός αρχίζει να αντιδρά στην αφή και να γνωρίζει τις αλλαγές της θερμοκρασίας, σαν έμβρυο οχτώ εβδομάδων, η μάθηση συνεχίζεται το ίδιο ασταμάτητα όσο και ο χτύπος της καρδιάς, μέχρι να πεθάνει, ίσως 80 ή 100 χρόνια αργότερα. 
                 Μια ζωή μαθήματα 
Στα πρώτα χρόνια αυτής της αξιοθαύμαστης αναζήτησης για γνώση, η ικανότητα αφομοίωσης βρίσκεται στο απόγειο της. Σερνόμαστε, μπουσουλάμε, τρικλίζουμε στα δυο μας πόδια. Σχεδόν αμέσως μετά μαθαίνουμε να τρέχουμε και να πηδάμε και ξεφωνίζουμε από χαρά για αυτό. Ανακαλύπτουμε πως να συντονίζουμε τον λάρυγγα, τους πνεύμονες και τη γλώσσα για να βγάλουμε ήχους, και συνηθίζουμε στο λεξιλόγιο και στη γραμματική του προφορικού μας λόγου - πράγμα που αποτελεί ίσως το πιο περίπλοκο κατόρθωμά μας. 
Τα μικρά παιδιά πρώτα μαθαίνουν να σκέφτονται με συγκεκριμένους όρους. Ταξινομούν τα αντικείμενα δυαδικά - μεγάλος, μικρός - χοντρός, αδύνατος - γρήγορος, αργός - καλός, κακός. Ένα μικρο παιδί που βλέπει τον Τόμ και Τζέρρυ στην τηλεόραση, βλέπει δυο γάτους και δυο ποντίκια - ένα μεγάλο και ένα μικρο. Η προοπτική και τα νοήματα της είναι ακόμα άγνωστα. 
Όταν πηγαίνουμε σχολείο, εκπαιδευόμαστε πάνω σε θέματα που η κοινωνία αποφασίζει ότι θα είναι χρήσιμα σε μας τους ίδιους, άλλα και σε κείνη. Η μάθηση όμως δεν σταματάει με την αποφοίτησή μας. Συνέχεια παίρνουμε καινούριες πληροφορίες, απορρίπτουμε καθιερωμένες απόψεις και ψάχνουμε προς νέες κατευθύνσεις. 
Χωρίς τη μάθηση, η ζωή θα ήταν μια ατελείωτη σειρά από βήματα μέσα στο άγνωστο. Μαζί με τη μνήμη, η γνώση μας επιτρέπει να τοποθετήσουμε τον εαυτό μας μέσα στο χρόνο, να βάλουμε τάξη στο χάος, να επιβιώσουμε. 
Ο ψυχολόγος λοιπόν χρησιμοποιεί τη λέξη "μάθηση" για ένα πολύ πιο πλατύ φάσμα δραστηριοτήτων από ότι θα επέτρεπε η κοινή ερμηνεία της λέξης. Και η ψυχολογία χρησιμοποιεί έναν απλό ορισμό της λέξης που καλύπτει αυτό το πλατύ φάσμα - μάθηση είναι η τροποποίηση της συμπεριφοράς σαν αποτέλεσμα της εμπειρίας. Αυτός ο ορισμός είναι επαρκής γιατί αποκαλύπτει τη σημασία της καθημερινής προσαρμογής στα γεγονότα. Παρόλα αυτά είναι απατηλά απλός γιατί δεν επιχειρεί να ερμηνεύσει τη μάθηση και πως γίνεται. Για να συλλάβουμε την επιστημονική ερμηνεία της μάθησης, πρέπει να γυρίσουμε στις αρχές του αιώνα μας και να γνωρίσουμε τη δουλειά ενός πρωτοπόρου φυσιολόγου, του Ρώσου Ιβάν Παβλώφ. 
                  Ο Παβλώφ και η εξαρτημένη απάντηση 
Ο νομπελίστας Ιβάν Παβλώφ ήταν ένας από τους σπουδαιότερους πατέρες και θεμελιωτές της επιστημονικής ψυχολογίας. Σαν φυσιολόγος, δούλεψε πάνω στη διαμόρφωση σχημάτων συσχετισμού μελετώντας τη διαδικασία της σιελόρροιας στους σκύλους όταν τους τάιζε. Αυτή είναι μια απλούστατη περίπτωση ερεθίσματος - αντίδρασης. Άφηναν τα σκυλιά νηστικά για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και μετά φυσούσαν την τροφή, σε μορφή σκόνης, κατευθείαν μέσα στο στόμα τους. Η ποσότητα σαλιού, που παρήγαν με αυτή τη μεταχείριση, μπορούσε να μετρηθεί και να συσχετιστεί με το μέγεθος της πείνας. 
Σε αυτό το σημείο - πράγμα που έκανε πιο περίπλοκο το αρχικό πείραμα - ο Παβλώφ έκανε μια παρατήρηση - κλειδί, που τον οδήγησε σε μια καινούρια περιοχή έρευνας και τελικά στη διαμόρφωση θεωριών με μεγάλη σπουδαιότητα που συνέδεσαν τη φυσιολογία, τη μάθηση και την προσωπικότητα. Η παρατήρηση αυτή καθαυτή ήταν αρκετά κοινή - τα σκυλιά πολλές φορές έβγαζαν σάλια πριν από το φαγητό. Ο Παβλώφ κατάκτησε τη θέση του στην ιστορία χάρη στην ακούραστη διερεύνηση αυτού του φαινομένου. 
Αυτό που παρατήρησε ήταν ότι τα σκυλιά αδημονούσαν για το φαΐ μόλις βλέπανε τους φύλακες τους να καταφθάνουν με τα σχετικά σκεύη. Αυτή είναι μια διαδικασία συσχετισμού που όλοι γνωρίζουμε καλά. Το στόμα μας γεμίζει σάλιο όταν βλέπουμε λεμόνια - ίσως και μόνο διαβάζοντας τη λέξη "λεμόνι" ή φέρνοντας στο μυαλό μας την εικόνα του λεμονιού να είναι αρκετό για να αντιδράσουμε με αυτόν τον τρόπο. Ο Παβλώφ ονόμασε αυτή τη διαδικασία εξαρτημένη μάθηση. Σήμερα, από σεβασμό προς την επίμονη δουλειά του φυσιολόγου πάνω στη βασική διαδικασία της μάθησης, αναφερόμαστε σε αυτή με τον όρο κλασική ή Παβλωφική εξαρτημένη μάθηση. 
Ύστερα από την αρχική παρατήρηση, ότι η σιελόρροια των σκυλιών ήταν μια αντίδραση στη θέα του φαγητού ή ακόμα και στη θέα του φύλακα που το προμηθεύει, ο Παβλώφ άρχισε να εισάγει παραλλαγές στο πειραματικό του σχήμα. Ανακάλυψε πως αν το τάισμα συνοδευόταν πάντα από τον ήχο μιας "διαπασών", τα σκυλιά θα μάθαιναν να παράγουν σάλιο στο άκουσμα και μόνο του ήχου, δηλαδή θα γίνονταν "εξαρτημένα" από τον ήχο. Έδωσε προσεχτικούς ορισμούς για να ξεχωρίσει αυτά τα φαινόμενα. Το φαΐ ήταν το ανεξάρτητο ερέθισμα, η σιελόρροια όταν δινόταν το φαΐ η ανεξάρτητη απάντηση - ο ήχος της "διαπασών" έγινε το εξαρτημένο ερέθισμα και η σιελόρροια σαν συνέπεια του ήχου η εξαρτημένη απάντηση. 
Ο Παβλώφ έδειξε ότι, για να επιτευχθεί η εξαρτημένη μάθηση, ο χρόνος ανάμεσα στο εξαρτημένο ερέθισμα (ήχος της διαπασών) και την παρουσίαση της τροφής, ήταν κρίσιμος. Αν περνούσε πάρα πολλή ώρα η εξάρτηση δεν γινόταν. Μελέτησε ακόμα τη γενίκευση των ερεθισμάτων. Όταν το σκυλί ήταν ήδη εξαρτημένο σε μια νότα, μέτρησε την εξαρτημένη απάντηση (τη σιελόρροια) και σε άλλες, διαφορετικές νότες. Όπως θα περίμενε κανείς, οι νότες που ήταν κοντά στην αρχική, προκαλούσαν σιελόρροια. Όσο λιγότερο έμοιαζαν οι δυο νότες τόσο λιγότερες πιθανότητες είχε η δεύτερη να προκαλέσει την εξαρτημένη απάντηση. 
                              Ο Άλμπερτ και το άσπρο ποντίκι 
Μερικά χρόνια μετά τη δημοσίευση των πρώτων πειραματικών μελετών του Παβλώφ πάνω στην εξαρτημένη μάθηση, ο Τζών Β. Ουάτσον, καθηγητής της ψυχολογίας στο Χάρβαρντ, εφάρμοσε τις αρχές της κλασικής εξαρτημένης μάθησης σε ένα μικρο παιδί. Ο Άλμπερτ ήταν ένα χαρούμενο μωρό 11 μηνών που δεν παρουσίαζε κανένα φόβο όταν του έδειχναν ένα άσπρο κουνέλι, ένα άσπρο ποντίκι, ένα άσπρο γούνινο παλτό, μια άσπρη τριχωτή μάσκα - ήταν όλα ουδέτερα ερεθίσματα. Άλλα, όπως όλα τα παιδιά, ο δυνατός ήχος, που κάνει ένα σφυρί όταν χτυπά το σίδερο, ξάφνιαζε τον Άλμπερτ και τον έκανε να φοβάται. Ο Ουάτσον έδειξε ότι το φόβο τον μαθαίνει κανείς ή γίνεται "εξαρτημένος" σε αυτόν εξαιτίας της γενίκευσης των ερεθισμάτων - ο φόβος για ένα αντικείμενο μπορεί να απλωθεί σε φόβο για πολλά. 
Ο Ουάτσον συνδύασε το δυνατό θόρυβο (ανεξάρτητο ερέθισμα) με το άσπρο ποντίκι (εξαρτημένο ερέθισμα). Ύστερα από μερικές επαναλήψεις, όπου έδειχνε πρώτα στον Άλμπερτ το ποντίκι και ύστερα τον τρόμαζε με τον ήχο του σίδερου, το παιδί άρχισε να παρουσιάζει (εξάρτηση) και να δείχνει φόβο (εξαρτημένη αντίδραση για το ποντίκι). Ο Ουάτσον απέδειξε ότι η εξαρτημένη αντίδραση του φόβου μπορεί να γενικευτεί και σε άλλα τριχωτά αντικείμενα - τη μάσκα, το κουνέλι, το γούνινο παλτό. Πρέπει να καταλάβουμε ότι, όπως και στην περίπτωση των σκυλιών του Παβλώφ, έτσι και στην περίπτωση του Άλμπερτ, η συνειδητή σκέψη δεν έχει καμιά ανάμιξη στην εξαρτημένη μάθηση. Κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες (κυρίως με τη σωστή χρονική απόσταση ανάμεσα στα εξαρτημένα και τα ανεξάρτητα ερεθίσματα) η εξαρτημένη μάθηση θα επιτευχθεί έτσι και αλλιώς.