Παχύς, παχύτερος, άλλα παχύτατος - ίσον μοιραίος
   "Μέσα σε κάθε παχύ άνθρωπο υπάρχει ένας αδύνατος που προσπαθεί να βγει έξω". Αυτό που τον εμποδίζει μπορεί να είναι ένα πολύ πιο περίπλοκο ψυχολογικό πρόβλημα από την απλή βουλιμία. 
Η παχυσαρκία μπορεί να έχει μοιραία αποτελέσματα και δεν είναι πολλοί οι άνθρωποι που τους αρέσει να είναι παχείς. Τι είναι αυτό όμως που κάνει μερικούς ανθρώπους να τρώνε πολύ και να παχαίνουν; Υπάρχουν πολλές θεωρίες και οι αιτίες της παχυσαρκίας είναι σίγουρα διάφορες και πολύπλοκες. Το είδος της έρευνας που υπόσχεται πιο πολλά και που παρέχει κάποιες ενδείξεις για το γιατί οι άνθρωποι παχαίνουν, είναι αυτό που συγκρίνει τις συνήθειες φαγητού των παχύσαρκων και των "κανονικών" σε βάρος ατόμων. 
Πρώτα από όλα, τα εσωτερικά "μηνύματα" της πεινάς (όπως οι συσπάσεις του στομάχου) διαφέρουν σημαντικά στις δυο ομάδες. Οι παχύσαρκοι φαίνεται ότι αισθάνονται συσπάσεις πολύ πιο συχνά απ ότι συμβαίνουν στην πραγματικότητα, και αυτό τους κάνει να τρώνε πιο συχνά. Και τρώνε τις ίδιες σχεδόν ποσότητες είτε είναι χορτάτοι είτε όχι. Ακόμα, συναισθήματα όπως ο φόβος, η ένταση ή το άγχος, δεν περιορίζουν καθόλου την όρεξη τους. 
Τα "χρονικά όρια" είναι ένα άλλο σημαντικό κίνητρο. Οι περισσότεροι άνθρωποι πεινάνε κάθε έξι ώρες περίπου, κατά τη διάρκεια της μέρας. Για τους παχύσαρκους αυτό το πρόγραμμα φαγητού είναι τρομερά δύσκολο γιατί και μόνο η σκέψη ότι πλησιάζει η ώρα του φαγητού είναι αρκετή για να τους κάνει να πεινάνε. 
       Η ώρα του φαγητού υπάρχει γιατί τότε είναι η ώρα που πεινάμε. Εκτός και αν είμαστε παχύσαρκοι, οπότε πεινάμε μόνο και μόνο γιατί είναι ώρα να φάμε. 
Οι Νίσμπετ και Σάχτερ μας έδειξαν πόσο ισχυρά είναι τα εξωτερικά ερεθίσματα πάνω στα κίνητρά μας για φαγητό. Σε μια εργαστηριακή μελέτη εξέτασαν παχύσαρκους και ανθρώπους με φυσιολογικό βάρος κάτω από μη πραγματικές συνθήκες. Μέσα σε δωμάτια χωρίς παράθυρα, υπήρχαν ρολόγια που ήταν έτσι ρυθμισμένα ώστε μερικά να "τρέχουν" με διπλάσια ταχύτητα και μερικά να πηγαίνουν "πίσω" με τη μισή ταχύτητα του κανονικού χρόνου. 
Όλοι νόμιζαν ότι έπαιρναν μέρος σε μια μελέτη που ερευνούσε φυσιολογικές παραμέτρους. Κατά συνέπεια έπρεπε να έχουν ηλεκτρόδια προσαρμοσμένα στους καρπούς των χεριών τους, μια καλή δικαιολογία για να τους αφαιρεθούν τα ρολόγια. Το πείραμα άρχισε στη μια το μεσημέρι και ήταν προγραμματισμένο να κρατήσει μισή ώρα. Στις 1:30 οι ερευνητές μπήκαν μέσα στα δωμάτια τρώγοντας μπισκότα από ένα μεγάλο κουτί. Τα ρολόγια που πήγαιναν πίσω έδειχναν 1:20, αυτά που πήγαιναν μπροστά 2:05. Οι ερευνητές άφησαν το κουτί με τα μπισκότα πάνω στο τραπέζι, προσκαλώντας τους συμμετέχοντες να πάρουν και αυτοί, και μετά βγήκαν από το δωμάτιο αφού τους ζήτησαν να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο. Το κουτί με τα μπισκότα έμεινε στο δωμάτιο. 
Οι παχύσαρκοι που νόμιζαν ότι είναι 2:05 (κοντά στην ώρα του φαγητού) έφαγαν δυο φορές πιο πολλά από τους παχύσαρκους που νόμιζαν ότι είναι 1:20. Αυτοί που φάγανε πιο λίγα μπισκότα από όλους ήταν οι "φυσιολογικού βάρους" που νόμιζαν ότι είναι 2:05 (πολύ πιθανόν γιατί δεν ήθελαν να τους κοπεί η όρεξη μια και πλησίαζε η ώρα του φαγητού). 
Αν, όμως, οι παχύσαρκοι πρέπει να "δουλέψουν για την τροφή τους - ιδίως αν η προσπάθεια είναι ενοχλητική ή απογοητευτική - δεν τρώνε τόσο πολύ όσο συνήθως. Π.χ. παχύσαρκοι που συνηθίζουν να τρώνε καθαρισμένα φιστίκια Αιγίνης, θα φάνε σημαντικά μικρότερη ποσότητα αν πρέπει να τα καθαρίσουν μόνοι τους, ενώ οι "φυσιολογικού βάρους" άνθρωποι θα φάνε την ίδια ποσότητα είτε είναι καθαρισμένα είτε όχι. 
     "Φαγητό σημαίνει άνεση" 
Γιατί οι παχύσαρκοι δεν μπορούν να αντέξουν στα ισχυρά περιβαλλοντικά ερεθίσματα; Μια θεωρία ακολουθεί το ρητό - "ένα παχύ μωρό κάνει ένα παχύ παιδί και έναν παχύ ενήλικο". 
Το νεογέννητο κλαίει όταν πεινάει. Άλλα υπάρχουν μητέρες που δεν καταλαβαίνουν ότι ένα μωρό μπορεί να κλαίει όταν δεν αισθάνεται άνετα, όταν είναι βρεγμένο, όταν πονάει, όταν είναι θυμωμένο ή αισθάνεται μοναξιά. Η μητέρα που δεν μπορεί να καταλάβει αυτή τη διαφοροποίηση, ταΐζει το μωρό της κάθε φορά που κλαίει. Έτσι και αυτό δεν μαθαίνει τη διαφορά ανάμεσα στην πεινά και στις υπόλοιπες καταστάσεις που του προκαλούν δυσφορία. 
Το παιδί μεγαλώνει μαθαίνοντας ότι όλα τα εσωτερικά ερεθίσματα "αποστέρησης" σημαίνουν πείνα. Αυτά τα παιδιά λοιπόν, κάθε φορά που αισθάνονται δυσάρεστα τρώνε. Σε αντίθεση με τους "φυσιολογικούς" ανθρώπους, ένα παχύ παιδί μπορεί να μην είναι καν σε θέση να αναγνωρίσει τα εσωτερικά ερεθίσματα της πείνας. Γι αυτό και οι συνήθειες του φαγητού του εξαρτιόνται αποκλειστικά από εξωτερικά ερεθίσματα. Η παραπάνω ερμηνεία καταργεί τελείως το "κίνητρο" σαν παράγοντα στην εκπλήρωση ενός στόχου. 
          Τα πράγματα με τη σειρά τους 
Άλλα μπορείτε να εξηγήσετε τη συμπεριφορά σας και τη συμπεριφορά των φίλων σας αποκλειστικά μέσα στα πλαίσια της μάθησης; Είναι κάθε συμπεριφορά συνυθασμένη με την επιβίωση; Τι γίνεται με τα κίνητρα που θεωρούμε τα "πιο ισχυρά", όπως η ματαιοδοξία, η ζήλια, η αγάπη, η φιλοδοξία, η αναζήτηση της χαράς και της αυτό-εκπλήρωσης; Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι εξηγήσεις των συμπεριφοριστών είναι πολύ περιορισμένες για να μπορέσουν να περιλάβουν όλες τις ανθρώπινες εμπειρίες. Πως θα εξηγούσαν, ας πούμε, τον αλτρουισμό προς ένα μέλος άλλου γένους; (όπως στην περίπτωση του σκύλου που πέθανε από μαρασμό πάνω στον τάφο του αφεντικού του). Και αφού οι άνθρωποι καταλαβαίνουν και χρησιμοποιούν τη λέξη "κίνητρο", η έννοια θα πρέπει να θεωρηθεί σαν ουσιαστικό μέρος της ζωής των ανθρώπων. Για να μπορέσουμε να καταλάβουμε έναν άνθρωπο πρέπει να ανακαλύψουμε με ποιο τρόπο καταλαβαίνει ο ίδιος τον εαυτό του. Ένας ψυχολόγος που αφιέρωσε πολλά χρόνια για να αναπτύξει αυτή την ανθρωπιστική προσέγγιση στην ψυχολογία, ήταν ο Αβραάμ Μάσλοου. 
Ο Μάσλοου έλεγε ότι έχουμε μια ιεραρχία αναγκών. Οι πιο βασικές ανάγκες είναι οι βιολογικές, όπως η πεινά, η δίψα, ο ύπνος κτλ. Σπουδαιότερες ανάγκες δεν μπορούν συνήθως να αντιμετωπιστούν αν δεν ικανοποιηθούν πρώτα οι βασικές. Στο δεύτερο σκαλί της ιεραρχίας βρίσκεται η ανάγκη για ασφάλεια και για άνεση. Ένας ναυαγός σε ένα ερημονήσι θα ψάξει πρώτα για τροφή και ύστερα θα αρχίσει να φτιάχνει ένα καταφύγιο. Και όταν ξαναπεινάσει θα σταματήσει το χτίσιμο για να βρει τροφή. 
Πρώτα από αυτές τις ανάγκες, για τον Μάσλοου, βρίσκεται η αγάπη, που περιέχει την τρυφερότητα και τον έρωτα. Και εδώ βρίσκεται η πρώτη βασική διαφορά ανάμεσα στη θεωρία του Μάσλοου και τις θεωρίες της συμπεριφοράς. Για το συμπεριφοριστή, η αγάπη είναι μια εξαρτημένη απάντηση προς ένα άλλο άτομο, που ενισχύεται από την ικανοποίηση ορμών όπως η πείνα ή το σεξ, και που διατηρείται με εξαρτημένες δευτερεύουσες ορμές και συστήματα ενίσχυσης. 
Η ανάγκη για αγάπη είναι η γέφυρα ανάμεσα στις βασικές και στις σπουδαιότερες ψυχολογικές μας ανάγκες. Αμέσως μετά την αγάπη έρχεται η αυτό-εκτίμηση και η καλή γνώμη των άλλων. Ένας άνθρωπος που κερδίζει αρκετά για να έχει στέγη και τροφή, ψάχνει για σύντροφο και ίσως κάνει και οικογένεια. "Όταν αυτές οι ανάγκες ικανοποιηθούν, αρχίζει και αναρωτιέται τι σκέφτονται για αυτόν οι συνεργάτες του και αν η απόδοσή του στη δουλειά είναι αρκετά ικανοποιητική. 
Τελός ο Μάσλοου αναφέρει την ανάγκη για εξέλιξη και απελευθέρωση, που ο ίδιος την ονομάζει αυτό-πραγμάτωση. Ούτε η αυτό-εκτίμηση ούτε η αυτό-εκπλήρωση έχουν θέση στο λεξιλόγιο των συμπεριφοριστών. 
Ο Μάσλοου υποστηρίζει ότι οι δυο βασικότερες ανάγκες λειτουργούν σαν ανάγκες έλλειψης, ενώ αυτές που βρίσκονται στην κορυφή της ιεραρχίας σαν ανάγκες ανάπτυξης. Η αγάπη μπορεί να λειτουργήσει και με τους δυο τρόπους. Οι ανάγκες ανάπτυξης είναι σαν την ανάγκη του σώματος για βιταμίνη C ή για ιώδιο. Δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτές και όταν μας λείψουν κινητοποιούμαστε για να τις ικανοποιήσουμε. Ο Μάσλοου έδωσε μεγάλη έμφαση στην ανάγκη για αγάπη, είτε τη δίνουμε είτε την παίρνουμε. Πίστευε ότι όλες οι νευρώσεις προέρχονται από τη μη ικανοποίηση αυτής της ανάγκης.